- εὐπέμπελος
- εὐ-πέμπελος, gelind, sanft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… … Dictionary of Greek
εὐπέμπελον — εὐπέμπελος placable masc/fem acc sg εὐπέμπελος placable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)